21.2.18

11 επισημάνσεις για την ποινική διαδικασία κατά υπουργών...

Βουλή1. Είναι σαφές ότι στην υπόθεση Νovartis τα αναφερόμενα σε σχέση με υπουργούς ότι τέλεσαν αξιόποινες πράξεις έχουν υποπέσει κατά...
την κρατούσα άποψη στη λεγόμενη συνταγματική «παραγραφή». Ορθότερος είναι ο όρος όχι παραγραφή, αλλά αποσβεστική προθεσμία, όπως σωστά αναφέρει ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» της 31.12.2012.

2. Το άρθρο 86 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει την εφαρμογή της ιδιαίτερης διαδικασίας για όσους διετέλεσαν υπουργοί ή υφυπουργοί «για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Η γραμματική και λογική ερμηνεία του άρθρου αυτού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για το ένα από τα δύο αδικήματα κατά υπουργών για την υπόθεση Νοvartis, δηλαδή τη δωροδοκία (το άλλο είναι η απιστία), δεν έχει επέλθει η λεγόμενη παραγραφή.

Τούτο τονίζει ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο παραπάνω άρθρο του, αναφέροντας ότι «αυτό το ευνοϊκό καθεστώς ουδόλως ισχύει για τα κάθε είδους ποινικά αδικήματα τα οποία ενδεχομένως τέλεσαν μέλη της κυβέρνησης και υπουργοί, είτε εκτός είτε ακόμη και «επ’ ευκαιρία» άσκησης των καθηκόντων τους». Το αυτό επισημαίνει και είναι επιστημονικά ορθό και ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημ. Παπαγγελόπουλος (ο κ. Μίμης κατά τον κ. Σπυρίδωνα Αδώνιδα Γεωργιάδη).

Με την εκδοχή αυτή πολύ λίγα αδικήματα, κυρίως απιστίας και παράβασης καθήκοντος και κάποια άλλα σχετικά με την υπηρεσία, θα υπήγοντο στο ευνοϊκό καθεστώς του άρθρου 86 του Συντάγματος. Ομως, η νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Υπουργοδικείου) έχει διαφορετική άποψη, όπως εκδηλώθηκε π.χ. στην περίπτωση της αλλοίωσης της λίστας Φαλτσιανί-Λαγκάρντ με κατηγορούμενο τον τότε υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, αδίκημα που τελέστηκε μόνο επ’ ευκαιρία της άσκησης των υπουργικών του καθηκόντων, εκδικάστηκε όμως από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και όχι από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, το αυτό και στην περίπτωση Τσοχατζόπουλου.

Ως εκ τούτου και στη συγκεκριμένη περίπτωση της Νοvartis, οι υπουργικές ευθύνες, κατά την πάγια νομολογία, ρυθμίζονται από το άρθρο 86 του Συντάγματος και έχουν υποπέσει στη λεγόμενη παραγραφή, κατ’ εξαίρεση και του κανόνα που απαιτεί την περιοριστική ερμηνεία διατάξεων που καθιερώνουν εξαιρέσεις και ευνοϊκό καθεστώς από τον γενικό κανόνα, όπως εν προκειμένω της ποινικής ευθύνης υπουργών.

3. Οπως έχουν τώρα τα πράγματα, η Βουλή είχε τις εξής δυνατότητες:

α) Εχοντας υποβληθεί η γνωστή πρόταση άσκησης δίωξης από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές (86 παρ. 3 Συντάγματος), θα αποφασίζει για τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (και όχι προανακριτικής επιτροπής, όπως κατά κόρον και από επίσημα νομικά χείλη λέγεται, γιατί η προανάκριση διενεργείται μετά την άσκηση ποινικής δίωξης και η Βουλή δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα, καθόσον η αρμοδιότητά της εξαντλείται στην τυχόν άσκηση ποινικής δίωξης και μόνο).
Η εν λόγω ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή θα πρέπει να συνέλθει και να αποφασίσει ότι τα φερόμενα αδικήματα υπέπεσαν στην αποσβεστική προθεσμία του Συντάγματος και μπορεί (για λόγους όμως και μόνο πολιτικής ηθικής) να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση και επί της ουσίας, θα υποβάλει δε το πόρισμά της αυτό στην Ολομέλεια τα Βουλής η οποία και θα το επικυρώσει, τελειώνοντας το ποινικό μέρος της υπόθεσης κατά των υπουργών.

Η άποψη του κυβερνητικού εκπροσώπου που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες (14.2.2018) και εκφράστηκε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη ότι «εφόσον επικρατήσει εντός της προκαταρκτικής εξέτασης η άποψη ότι η δωροδοκία ως ποινικό αδίκημα δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων ενός υπουργού, την αρμοδιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης δεν την έχει η Βουλή, την έχει η τακτική Δικαιοσύνη, η Εισαγγελία επί της ουσίας», αν αποδόθηκε σωστά, είναι εσφαλμένη και αντίκειται στο άρθρο 86 του Συντάγματος, που ορίζει ότι την άσκηση ποινικής δίωξης αποφασίζει η Βουλή (και μάλιστα κατ’ εξαίρεση των κρατούντων στην ποινική δίωξη όχι μόνο in rem, αλλά και in personam, δηλαδή όχι μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες, αλλά και για συγκεκριμένα πρόσωπα).
Από τις αυτές δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου προκύπτει ότι η κυβέρνηση τουλάχιστον αμφιταλαντεύεται περί του αν θα πρέπει η επιτροπή αυτή να αποφασίσει και περί μη παραγραφής της δωροδοκίας και να σέρνεται η κατηγορία για προφανείς πολιτικούς λόγους για αρκετό διάστημα (προς δόξαν των λαϊκιστών και των δύο αντιμαχόμενων πολιτικών μερίδων), μέχρις ότου το Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίσει περί παραγραφής.

Αν ακολουθηθεί η πρακτική αυτή, θα αποτελέσει ολίσθημα και θα ενισχύσει τις κραυγές πολιτικής δίωξης γιατί το μεν ανατρέπουσα η Βουλή αυτοβούλως την παγιωμένη νομολογία θα δώσει την εντύπωση ότι παίζει με τους θεσμούς, το δε με την όξυνση και πόλωση που θα δημιουργηθεί (και θα θεωρεί η κυβέρνηση ότι τη συμφέρει), στην επόμενη Βουλή με τυχόν διαφορετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία πιθανόν να υπάρξει ίδια αντιμετώπιση (έστω με αβάσιμες ποινικές διώξεις) κατά σημερινών υπουργών. Επιπλέον, ας αναλογιστούν τι μπορεί να συμβεί για τα πολυάριθμα πρόσωπα που δεν έχουν ασυλία, γενικούς γραμματείς υπουργείων και διοικητικά όργανα νομικών προσώπων του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα κ.λπ.

β) Να υποβληθεί «πρόταση για άσκησης ποινικής δίωξης από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές» και για να μη δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη η εντύπωση ότι «θάφτηκε» το θέμα, αλλά και για λόγους ουσίας, να αποφασίσει με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών την εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 2 επ. του Ν. 3126/2003 για την ποινική ευθύνη των υπουργών.

Δηλαδή, να αναθέσει σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο «τον νομικό έλεγχο των στοιχείων της κατηγορίας και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών», τάσσοντας και σχετική προθεσμία για την παράδοση της γνωμοδότησης στον πρόεδρο της Βουλής.
Το γνωμοδοτικό συμβούλιο αποτελείται από έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς Εφετών Αθηνών που κληρώνονται σε δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής.

Κατά την παρ. 3 του αυτού άρθρου, «το γνωμοδοτικόσυμβούλιο μετά τον νομικό έλεγχο των στοιχείων της κατηγορίας και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών» γνωμοδοτεί εάν συντρέχει περίπτωση σύστασης της παραπάνω ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης.

Θεωρώ ότι έπρεπε να ακολουθηθεί η δεύτερη αυτή δυνατότητα του γνωμοδοτικού συμβουλίου με το κύρος της συμμετοχής αποκλειστικά και μόνο των ανώτατων εισαγγελικών λειτουργών, που απεμπολεί και τις αιτιάσεις για σκευωρία και πολιτική δίωξη.
Και το οποίο είναι πιθανό να εξετάσει και «την ουσιαστική βασιμότητα των στοιχείων της κατηγορίας», που είναι και το μόνο που ενδιαφέρει πλέον λόγω της «παραγραφής».

4. Επειδή όμως ακολουθείται η πρώτη εκδοχή της απευθείας σύστασης ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης και αν τυχόν δεν εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης, θα πρέπει για λόγους τιμής και προστασίας του ονόματός τους οι εμπλεκόμενοι να ζητήσουν την εφαρμογή του άρθρου 86 παρ. 5 του Συντάγματος που παρέχεται μόνο σ’ αυτούς το δικαίωμα αυτό, δηλαδή την σύσταση από τη Βουλή ειδικής επιτροπής για τη διερεύνηση της ύπαρξης ή μη εκ μέρους των ποινικών ευθυνών και στην οποία επιτροπή να μετέχουν κατά μεγάλη πλειοψηφία ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί.

5. Κάποιοι από τους εμπλεκόμενους υπουργούς ζητούν να τύχουν ειδικής μεταχείρισης, να καταργηθεί γι’ αυτούς το άρθρο 86 του Συντάγματος (γεγονός που τελικά δεν τους τιμά) και να δικαστούν από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να καταργηθεί η συνταγματική διάταξη.

Για την υπόθεση Νοvartis, ας ζητήσουν τη σύσταση της ειδικής επιτροπής που αμέσως παραπάνω αναφέρθηκε και για την υπόθεση της πώλησης βλημάτων στη Σαουδική Αραβία ο αρμόδιος υπουργός θα υπαχθεί στην προβλεπόμενη συνταγματική και μόνο διαδικασία.

6. Για την υπόθεση Νοvartis τα εμπλεκόμενα ουσιαστικά προηγούμενα κόμματα εξουσίας προσπαθούν να θολώσουν την όλη κατάσταση στην προσπάθειά τους συσκότισης δυστυχώς του πανθομολογούμενου σκανδάλου. Ας απαντήσουν ευθέως, αποτελεί σκάνδαλο και απροκάλυπτη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος; Και ας αφήσουν κατά μέρος κάποιες ενέργειες που δεν αναιρούν ουσιαστικά την ουσία της υπόθεσης, όπως π.χ. η όχι τόσο εύστοχη ως κίνηση επίσκεψη του κατά τα άλλα συμπαθούς κυβερνητικού εκπροσώπου στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την ημέρα αποστολής της δικογραφίας στη Βουλή και οι διαδοχικές και διαφορετικές εξηγήσεις του για τη μετάβαση αυτή.

Ορθά δε την ημέρα εκείνη οι κ. Κοντονής και Παπαγγελόπουλος ισχυρίστηκαν ότι πρόκειται περί πολύ μεγάλου σκανδάλου, εκφράζοντας απλώς και μόνο την όπως προαναφέρθηκε πανθομολογούμενη άποψη. Ο δε κ. Πολάκης, κατά κοινή λογική σκεπτόμενος και μόνο και εν όψει όλων όσα είχαν γίνει γνωστά δημόσια, μίλησε για τις ιδιότητες των προστατευόμενων μαρτύρων, που άλλωστε από την επόμενη κιόλας ημέρα αποστολής της δικογραφίας στη Βουλή ανακοινώνονταν στα δελτία ειδήσεων τηλεοπτικών σταθμών πολύ ειδικότερα στοιχεία για τους τρεις προστατευόμενους μάρτυρες.

7. Η ποινική διερεύνηση θα συνεχιστεί για τους συμμετόχους των εγκληματικών πράξεων, οι οποίοι, εκτός των άλλων απ’ ό,τι φαίνεται, είναι και κρατικοί ανώτατοι αξιωματούχοι. Είναι ενδιαφέρον να δούμε στην πορεία εάν θα «κελαηδήσουν» (κατά τη λαϊκή, άλλως λαϊκίστικη πολάκειο ρήση) και τι θα «κελαηδήσουν» ενδεχομένως και για πολιτικά πρόσωπα, όπως συνέβη στο παρελθόν με παρόμοιες υποθέσεις.

8. Η σύγχρονη σχεδόν και αμελλητί αποστολή της δικογραφίας και για την υπόθεση Καμμένου, που εκ πρώτης όψεως δεν ευνοεί επικοινωνιακά την κυβέρνηση, αποτελεί δείγμα σημαντικό για το γεγονός ότι η Εισαγγελία ενήργησε για τον χρόνο αποστολής της δικογραφίας της υπόθεσης Νοvartis χωρίς πολιτική σκοπιμότητα και χωρίς κυβερνητική παρέμβαση.

9. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός σε κατάθεση μάρτυρα ότι γίνεται αναφορά σε πρώην πρωθυπουργό στην προσπάθεια απεμπλοκής του, που δεν έπρεπε να υπάρχει καθόλου αναφορά σε αυτόν, γιατί εκτός των άλλων δημιουργεί κάποιους συνειρμούς, που δεν συμβαίνουν, με πρόσωπα καραμανλικής προέλευσης.

10. Αδίκως συκοφαντείται ο κ. Παπαγγελόπουλος ότι ανεμείχθη στη δικαστική διαδικασία, εκτός των άλλων και γιατί αν συνέβαινε αυτό, θα ενεργούσε να υπάρξουν πιο θεμελιωμένες μαρτυρικές καταθέσεις.

11. Θα πρέπει ίσως ο πρωθυπουργός να απεξαρτηθεί από λίγα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, τουλάχιστον στο παρόν ζήτημα, που στην προσπάθειά τους να φανούν χρήσιμα και απαραίτητα, μπορούν να τον παρασύρουν σε μη ορθές ενέργειες για θέματα που δεν γνωρίζει, μερικά μάλιστα των οποίων είναι και «εξωτικά» στον πολιτικό αυτό χώρο.

Ολα τα παραπάνω αποτελούν προσωπικές μου απόψεις ως ενεργού πολίτη και κάθε τυχόν συνειρμός με άλλα πρόσωπα θα είναι άστοχος. Τέλος, αν χρειαστεί κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας θα επανέλθω και πάλι...


Δημήτρης Αρ. Φίλης, Πρώην γενικός γραμματέας Αποδήμου Ελληνισμού και μέλος του Δ.Σ. του ΔΣΑ., efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: