1.5.15

Γιάννης Ρίτσος: Ο ποιητής της Εργατικής Πρωτομαγιάς...

Γιάννης Ρίτσος- Ο ποιητής της Εργατικής Πρωτομαγιάς - ΦΩΤΟ
Δείτε τις φωτογραφίες...
Το μοιρολόι που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω», είναι αφιερωμένο στο θρήνο εκείνης της μάνας πάνω στο άψυχο κορμί του γιου της στα γεγονότα της πρωτομαγιάτικης γενικής απεργίας που συγκλόνισε  την Θεσσαλονίκη  της...
ύφεσης...
Γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1909, ο Ρίτσος γιόρταζε και πενθούσε μαζί με τη μάνα του Τάσου Τούση, του εργάτη που δολοφονήθηκε στις 9 Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη, στις διαδηλώσεις για την απεργία των καπνεργατών Καβάλας η οποία είχε ξεκινήσει την Πρωτομαγιά.

Το «Μοιρολόι» που έγραψε θρηνόντας και ο ίδιος στη σοφίτα του της οδού Μεθώνης, όταν είδε σε φωτογραφία τη μάνα του νεκρού να θρηνεί πάνω στο αιματοβαμμένο κορμί του παιδιού της, θα σταθεί η απαρχή για το μνημειώδες έργο του «Επιτάφιος». Η φωνή του Μπιθικώστη θα συνοδεύει πάντα τους στίχους του: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω».
Ένα απόσπασμα από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου ζωντανεύει την εικόνα στη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1936, όπου μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών απεργών καπνεργατών… κι εκείνη συνεχίζει το θρήνο της:

«Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,

πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω

και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,

που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα

και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσὺ που μούφερνες νεράκι στὴν παλάμη

πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσὶς τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω

και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει

κ’ είναι σα να μου θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλεῖς κ’ η δόλια εγὼ τον κόρφο, δες, ἀνοίγω

και στα βυζιὰ που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

                               VI

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις

άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα

τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,

και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,

κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,

τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια

τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.

Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,

και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.

πηγή enikos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: