26.10.14

Κρίση δίχως τέλος...

 

"Στο βαθμό που όλα θυσιάζονται στο βωμό των πρωτογενών πλεονασμάτων, έξοδος από την κρίση δεν υπάρχει"...
Το χρέος είναι μη βιώσιμο, γιατί βασική προϋπόθεση βιωσιμότητας είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας να υπερβαίνει το κόστος χρηματοδότησης (επιτόκιο). 
Στην ελληνική περίπτωση, η διαφορά αυτή είναι...
αρνητική κατά 8,6 ποσοστιαίες μονάδες
Δυστυχώς για τη χώρα η «συνετή επιστροφή στην κανονικότητα», που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, δεν υπάρχει στον ορίζοντα όσο απουσιάζουν οι αναπτυξιακές πολιτικές και προοπτικές. Στο βαθμό που όλα θυσιάζονται στο βωμό των πρωτογενών πλεονασμάτων, έξοδος από την κρίση δεν υπάρχει.
Τα τρία μεγαλύτερα δομικά δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας, πριν ακόμη ξεσπάσει η οικονομική κρίση, ήταν το υψηλό χρέος, η εκτεταμένη διαφθορά και η ασύλληπτη φοροδιαφυγή. Εξι χρόνια μετά, κανένα από αυτά δεν έχει αντιμετωπιστεί, αλλά αντίθετα έχουν επιδεινωθεί. Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν μείωσε ουσιαστικά τη γραφειοκρατία, δεν βελτίωσε αξιοκρατικά την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, δεν επάνδρωσε τη νέα διεύθυνση φορολογικής πολιτικής (δύο μήνες πριν από τη λήξη της προθεσμίας δεν έχει επεξεργαστεί νέο πλαίσιο ΦΠΑ), παρά μόνον αρκέστηκε στην εισπρακτική και γι' αυτό εικονική προσέγγιση των δημοσιονομικών στόχων, μειώνοντας μισθούς-συντάξεις κι αυξάνοντας τη φορολογική πίεση στους μισθωτούς.
Αποτέλεσμα της δημοσιονομικής μονομέρειας της κυβερνητικής πολιτικής είναι η οικονομία να μην αναπτύσσεται, η ανταγωνιστικότητα τιμών να παραμένει χαμηλή, οι εξαγωγές αγαθών να μειώνονται, η κοινωνία να έχει γονατίσει κάτω από το υπέρμετρο βάρος της υπερχρέωσης (85 δισ. τα «κόκκινα» δάνεια και 70 δισ. οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο) και το δημόσιο χρέος να παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη.
Στις συνθήκες αυτές η έξοδος για δανεισμό στις αγορές είναι απαγορευτική για την Ελλάδα (βλ. πίνακα), γιατί όταν οι επενδυτές αγοράζουν το 10ετές ελληνικό ομόλογο με 7,5%, που λόγω αρνητικού πληθωρισμού γίνεται 8,3%, και στην Ευρωζώνη δανείζονται με σχεδόν μηδενικά πραγματικά επιτόκια, η διαφορά κόστους χρηματοδότησης είναι τεράστια. Επίσης, το χρέος είναι μη βιώσιμο, γιατί βασική προϋπόθεση βιωσιμότητας είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας να υπερβαίνει το κόστος χρηματοδότησης (επιτόκιο). Στην ελληνική περίπτωση η διαφορά αυτή είναι αρνητική κατά 8,6 ποσοστιαίες μονάδες, καθιστώντας την ελληνική οικονομία την περισσότερη έκθετη παγκοσμίως στην αύξηση του χρέους. Κι αφού δεν κουρέψαμε συνολικά το χρέος όπως έπρεπε, προσφύγαμε στα Μνημόνια με τα χαμηλότερα δανειστικά επιτόκια και τις λοιπές ρυθμίσεις, ενώ όταν βγήκαμε πρόσφατα στις αγορές το κάναμε για πολύ πιο βραχυχρόνιες εκδόσεις, όπου το επιτόκιο είναι χαμηλότερο. Χωρίς αυτά θα έπρεπε να έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα υπερδιπλάσια των στόχων, για να μπορούμε να δανειζόμαστε στις αγορές.
Το τίμημα της τρέχουσας δανειστικής πολιτικής μας είναι η αύξηση της βραχυχρόνιας συνιστώσας του χρέους, η οποία ως ποσοστό επί του συνόλου του αυξήθηκε από 2,8% το 2010 σε 6,3% το 2014. Μάλιστα, ενώ για την Ελλάδα το πρόγραμμα προέβλεψε, κατ' εξαίρεση, τη δυνατότητα βραχυχρόνιου δανεισμού μέσω εντόκων γραμματίων μέχρι 15 δισ. ετησίως (στην Ε.Ε. δεν υπάρχει), για το 2014 και το 2015 το προσχέδιο προϋπολογισμού προβλέπει νέα πρόσθετη εξαίρεση για καθαρά βραχυχρόνια δάνεια ύψους 5 και 3 δισ. αντίστοιχα ετησίως. Στο δε α' 9μηνο 2014 τα βραχυχρόνια καθαρά (μετά τις εξοφλήσεις) δάνεια είχαν ήδη ανέλθει σε 4,2 δισ., ενώ οι δαπάνες για την εξόφληση του βραχυχρόνιου δανεισμού είχε γιγαντωθεί στα 78 δισ., με προοπτική να ξεπεράσει τα 100 δισ. για όλο το έτος.
Ομως, η αύξηση του βραχυχρόνιου δανεισμού σηματοδοτεί την αδυναμία του Δημοσίου να εκδώσει μακροχρόνιους τίτλους. Το ΔΝΤ στις οδηγίες του (προς το προσωπικό του), παρακολουθώντας τις οικονομίες των χωρών, επισημαίνει την κρισιμότητα αυτού του δείκτη (βλ. Staff Guidance note for public Debt sustainability analysis).
Συνεπώς πρόκειται για δείκτη δημοσιονομικής ανωμαλίας, ο οποίος προειδοποιεί ότι μία χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα κρίσης χρέους. Το γεγονός αυτό έχει αποδειχθεί εμπειρικά. Πριν από τις κρίσεις χρέους σε αρκετές χώρες (Λατινική Αμερική, Μεξικό, Νοτιοανατολική Ασία, Ρωσία) είχε εκτιναχθεί ο βραχυχρόνιος δανεισμός (βλ. μελέτη Why do Emerging Economies Borrow Short term). Εξάλλου παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα τα έτη 2007-2009 όταν εκτινάχθηκε ο βραχυχρόνιος δανεισμός (με Commercial papers, βλέπε προϋπολογισμό).
Βέβαια η Ελλάδα είναι ήδη σε κρίση χρέους και επίσης γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να βγούμε στις αγορές με μακροχρόνιους τίτλους, άρα τι σηματοδοτεί αυτή η εκτίναξη του βραχυχρόνιου δανεισμού; Οι εικασίες ποικίλλουν:
Μήπως το πρόγραμμα που εφαρμόζουμε από την τρόικα δεν έχει προβλέψει σωστά τις χρηματοδοτικές μηνιαίες ανάγκες;
Μήπως αντικατοπτρίζει τη μη βιωσιμότητα του χρέους, σύμφωνα με κάποιες μελέτες;
Μήπως «βοηθά» τις τράπεζες με τίτλους του Δημοσίου (που έχουν εξασφαλισμένη απόδοση) και ενισχύει και το χαρτοφυλάκιό τους;
Οποιος και να είναι ο λόγος, έχει επιπτώσεις για την οικονομία.
Πρώτον, σε επίπεδο εμπιστοσύνης, καθώς το Δημόσιο αντιμετωπίζει κάθε μήνα τεράστιες πιέσεις αναχρηματοδότησης.
Δεύτερον, με την απορρόφηση χρηματοδοτικών πόρων που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις, εξασθενεί τις πιθανότητες να επιστρέψει η οικονομία σε ανάπτυξη.
Τρίτον, είναι πλέον περισσότερο ευάλωτη σε απότομες διακυμάνσεις της αγοράς. Τι θα γίνει αν κάποιο μήνα δεν μπορέσει να ανακυκλώσει το τεράστιο αυτό χρέος;
Τέταρτον, παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια μειώνονται από την αρχή του έτους στα έντοκα γραμμάτια, ο βραχυχρόνιος δανεισμός εμποδίζει τη διαμόρφωσή τους σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα, ενώ αυξάνουν και οι δαπάνες του Δημοσίου για πληρωμές τόκων.
Σε κάθε περίπτωση με το ρυθμό αύξησής του ο βραχυχρόνιος δανεισμός της οικονομίας φέτος πρέπει να προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για τη σύνεση όχι της επιστροφής στις αγορές, αλλά στη διαχείριση ενός μη βιώσιμου χρέους. 

enet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: