26.6.13

Συν Αθηνά και χείρα κίνει...

«Για τους γαλάζιους, το μαύρο της οθόνης είναι ωραίο και ελπιδοφόρο. Για όλους (σχεδόν) τους υπόλοιπους ήταν σημάδι βαριάς προσβολής. Κι έτσι θα μείνει»...

Χαμένοι στη μετάφραση, ύστερα από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το κλείσιμο της ΕΡΤ, με την ήκιστα δημοκρατική μέθοδο των προεδρικών διαταγμάτων; Μάλλον χαμένοι στο πέλαγος των αντιτιθέμενων ερμηνειών θα...

έπρεπε να πούμε. Ετσι θα αποκομίσουμε ένα επιπλέον πιστοποιητικό της καταγωγής μας από τους αρχαίους, ή έστω της βαθύτατης ψυχοπνευματικής συγγένειάς μας, η οποία αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι συχνότατα φερόμαστε όπως εκείνοι. Χιλιετίες τώρα, μας βασανίζει το περί ερμηνείας ζήτημα. Φιλολογικά και γραμματολογικά, αλλά και σε ζητήματα που σχετίζονται με τα δύο πρωτοξάδερφα, την πολιτική και τον πόλεμο. Στον χώρο της φιλολογίας, η πατρότητα μιας «Περί ερμηνείας» πραγματείας υπήρξε σημείο αμφιλεγόμενο από παλιά· άλλοι, λ.χ. ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, τη θεωρούσαν αυθεντικό έργο του Αριστοτέλη, άλλοι, όπως ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος, την αθετούσαν ως μη γνήσιο αριστοτελικό έργο. Με ποια κριτήρια προέκυπτε συνήθως το συμπέρασμα περί γνησιότητας ή μη ενός αρχαιοελληνικού κειμένου για το οποίο δεν υπήρχαν σίγουρες πληροφορίες; Μα με τα κριτήρια που έθετε η ίδια η αναγνωστική πράξη, δηλαδή η ερμηνεία, αφού κάθε ανάγνωση συνιστά ερμηνεία. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διαβάσουν το βιβλίο «Κατηγορίαι - Περί ερμηνείας», όπου τα αριστοτελικά κείμενα μεταφράζονται και σχολιάζονται από τον Παύλο Καλλιγά («Νήσος», 2011).

Μια μικρή γεύση εδώ: «Ονομα», λέει ο Σταγειρίτης, «είναι ένα εκφώνημα το οποίο έχει σημασία κατά σύμβαση. [...] Οσον αφορά το “κατά σύμβαση”, τούτο δηλώνει ότι κανένα από τα ονόματα δεν είναι από τη φύση, αλλά υπάρχει μόνο όταν γίνει αντικείμενο σύμβασης» («Το δε κατά συνθήκην, ότι φύσει των ονομάτων ουδέν εστιν, αλλ’ όταν γένηται σύμβολον»). Μπαίνω στον πειρασμό να σκεφτώ ότι με την πρόταση αυτή ο Αριστοτέλης, με τον «Κρατύλο» του Πλάτωνα κατά νουν, παίρνει το μέρος του Ερμογένη, που πίστευε πως η γλώσσα είναι ανθρώπινο δημιούργημα κατά συνήθεια και συνθήκη («ου γαρ φύσει εκάστω πεφυκέναι όνομα ουδέν ουδενί, αλλά νόμω και έθει των εθισάντων τε και καλούντων»). Αντίθετα, ο Κρατύλος πρέσβευε ότι η γλώσσα διαθέτει φυσική ορθότητα και ότι το όνομα δείχνει τη φύση του πράγματος («ονόματος ορθότης εστίν αύτη, ήτις ενδείξεται οίόν εστι το πράγμα»). Ο «άνθρωπος» π.χ., λέει ο Σωκράτης, λέγεται έτσι επειδή, αντίθετα με τα άλλα θηρία, «αναθρεί α όπωπε», δηλαδή εξετάζει όσα βλέπει, άρα συλλογίζεται, άρα... Αρα -εδώ τρυπώνουν οι διακινητές γλωσσομυθευμάτων- «η ελληνική γλώσσα είναι νοήμων οργανισμός»... Ας τους αφήσουμε στις ασχολίες τους κι ας μπούμε σε δεύτερο πειρασμό: να υποθέσουμε πως η ιδέα για το κατά σύμβαση νόημα των ονομάτων ίσως βρίσκεται στη ρίζα του συλλογισμού του Σωσσύρ για το αυθαίρετο στη σύνδεση σημαίνοντος και σημαινομένου.

Επιστρέφοντας στο αυθαίρετο της ερμηνείας, ας πούμε ότι πρόβλημα υπήρχε και με άλλο αρχαίο κείμενο, επίσης τιτλοφορούμενο «Περί ερμηνείας». Το έργο, ένα εγχειρίδιο περί ύφους, είχε αποδοθεί στον Δημήτριο τον Φαληρέα, μαθητή του Πλάτωνα, «κομψό και ευφυή αρχηγό των Περιπατητικών» όπως τον χαρακτηρίζει ο Παναγής Λεκατσάς, που μετέφρασε και σχολίασε το έργο (εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος). Αλλοι όμως υποστηρίζουν ότι το έγραψε ο γραμματικός Δημήτριος ο Ταρσεύς, τέσσερις αιώνες αργότερα. Διαβάζοντας στο βιβλίο, χρόνια πριν, ότι «τα διπλά “λ” έχουν ένα ιδιαίτερα ευχάριστον ήχον» («η τε γαρ των λάμβδα σύγκρουσις ηχώδες τι έχει»), δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ τα ρυθμικά κυπριακά και μια ταμπέλα καταστήματος που είδα στη Λευκωσία του ’80, «Λλουκούμια», με δύο εναρκτήρια λάμδα, να διπλογλυκαίνουν το προϊόν.

Περνώντας από τα συγγράμματα στα γράμματα και τις λέξεις, μαθαίναμε και στο σχολείο πόσο παιδεύονταν οι αρχαίοι με την ερμηνεία των δελφικών χρησμών, που παραδίδονταν πρόσφοροι σε ποικίλες αναγνώσεις. Παράδειγμα τα «ξύλινα τείχη» της Αθήνας. Εδώ, κατά τους ιστορικούς, έχουμε μία επιπλέον περίπτωση όπου ο άνθρωπος, υλοποιώντας το παροιμιώδες «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», βάζει το χεράκι του και παρεμβαίνει στον θεϊκό λόγο για να τον προσαρμόσει στα μέτρα του. Ο δεύτερος χρησμός που έδωσαν λοιπόν οι ιερείς του μαντείου στους Αθηναίους, επιδεχόταν δύο (τουλάχιστον) ερμηνείες: «Τείχος Τριτογενεί ξύλινον διδοί Ευρύοπα Ζευς μούνον απόρθητον τελεθείν». Δηλαδή, «στην Τριτογενή (την Αττική) ο Δίας, που όλα τα βλέπει, μόνο απόρθητο παραχωρεί το ξύλινο τείχος». Ναι αλλά ποιο το ξύλινο τείχος; Της Ακρόπολης, επέμεναν οι Αθηναίοι, γιατί το παλιό τείχος του Βράχου ήταν ξύλινο.

Πιο γνωστικός ο Θεμιστοκλής, επέμενε ότι ο Απόλλωνας με το ξύλινο τείχος εννοούσε τα πλοία. Για να σιγουρευτεί όμως ότι οι ευσεβείς Αθηναίοι θα ακολουθήσουν το σχέδιό του, πρόσταξε να προστεθεί στον χρησμό η εξής φράση, που τη χρέωσε στην Πυθία: «Ω θείη Σαλαμίς, απολείς δε συ τέκνα γυναικών ή που σκιδναμένη Δημήτερος ή συνιούσης». Ιδού, αναφώνησε ευλαβικά ο Θεμιστοκλής, ο θεός μάς λέει πως η Σαλαμίνα θα εξολοθρεύσει τα τέκνα των γυναικών ή στον καιρό της σποράς ή στον καιρό της συγκομιδής». Αυτά όλα τα έκανε επειδή δεν κατάφερνε να πείσει το πλήθος διά της λογικής («απορών τοις ανθρωπίνοις λογισμοίς προσάγεσθαι το πλήθος» λέει ο Πλούταρχος βιογραφώντας τον). Ερμηνεύοντας λοιπόν αυθαιρέτως τον χρησμό και εμπλουτίζοντάς τον, έστησε μια μηχανή ίδια με τη μηχανή του θεάτρου διά της οποίας εμφανιζόταν ο θεός για να δώσει κάποια λύση. Δεν αρκέστηκε όμως σ’ αυτό. Μαθαίνοντας από τους ιερείς πως είχε χαθεί από τον σηκό του Ερεχθείου το φίδι-φύλακας του ναού της πολιούχου Αθηνάς, ο οξύνους δημαγωγός, ποντάροντας στη λαϊκή δεισιδαιμονία, διέδωσε την ερμηνεία ότι ο οικουρός όφις (άρα και η Αθηνά) εγκατέλειψε την πόλη για να πάρει τον δρόμο προς τη θάλασσα. Αρα εκεί πρέπει να πάνε και οι Αθηναίοι, να ναυμαχήσουν. Και, ευτυχώς για την Ελλάδα, πήγαν.

Mε τέτοια κληρονομιά, λογικό είναι που ερμηνεύτηκε με δύο (τουλάχιστον) τρόπους η απόφαση του ΣτΕ: με τον τρόπο του πρωθυπουργού και του κόμματός του, που αυτοσυστήνεται σαν αυθεντικός μόνο και μόνο επειδή έχει το βάρος της εξουσίας (της μοναδικής μηχανής υποτίθεται που παράγει έγκυρο νόημα), και με τον τρόπο σχεδόν όλων των υπολοίπων. Αλλά πώς να συμφωνήσουμε για τα ονόματα και τα ρήματα όταν ερμηνεύουμε διαφορετικά ακόμα και τα χρώματα; Για τους γαλάζιους, το μαύρο της οθόνης είναι ωραίο και ελπιδοφόρο. Για όλους (σχεδόν) τους υπόλοιπους ήταν σημάδι βαριάς προσβολής. Κι έτσι θα μείνει...

Παντελής Μπουκάλας

Δεν υπάρχουν σχόλια: