12.3.13

Διαμαρτύρονται οι ιερόδουλες του Βόλου...


Όταν η τελευταία άδεια ανανέωσης των επιχειρήσεων τους από τον δήμο Βόλου συνοδεύτηκε με την υπόδειξη ότι οι κόκκινες λάμπες –ένδειξη από πολλές δεκαετίες λειτουργίας ενός οίκου ανοχής- πρέπει να αντικατασταθούν από λευκές, ήθελαν να...
πιστέψουν ότι σε αυτή την απόφαση θα περιορίζονταν η επιδίωξη μιας πρόσκαιρης ηθικολογίας.

Δεν φαντάστηκαν ότι μόλις λίγα χρόνια μετά, τις περίμεναν ενέργειες της δημοτικής αρχής για τον εξοστρακισμό τους από την πόλη. Με διαδικασίες συνοπτικές, χωρίς διαβούλευση, σε χρόνους ασφυκτικούς, βρέθηκαν να υποχρεούνται να «φύγουν, να πάνε αλλού»...

Τους φαίνεται δε τόσο επιπόλαιο, όταν η χώρα καταρρέει και κάθε δήμος αντιμετωπίζει βουνό προβλημάτων, οι οίκοι ανοχής να παρουσιάζονται λες και είναι το μείζον ζήτημα για την εικόνα της πόλης, που όπως σχολίασαν είναι σαν να πέφτει λοιμός και οι πεινασμένοι να κοιτούν στην τροφή που βρήκαν πόσες θερμίδες έχει...

Οι ιερόδουλες των εννέα «σπιτιών» στα στενά του εμπορικού τμήματος στην περιοχή της Μεταμόρφωσης, συμμορφώθηκαν με την αντικατάσταση της κόκκινης λάμπας.

Το φως-σήμα κατατεθέν των επιχειρήσεών τους - άλλαξε και οι οίκοι ανοχής συνέχισαν να λειτουργούν νόμιμα, με άδειες, υγειονομικούς ελέγχους, συχνές ιατρικές εξετάσεις, φόρους, ΙΚΑ, εισφορές, παραμένοντας στον ίδιο χώρο του ιστού της πόλης, όπου λειτουργούν για πλέον από μισό αιώνα. Ηρθε, όμως, η στιγμή να ενοχλεί ή να σοκάρει ο αγοραίος έρωτας, όχι στους δρόμους με ό,τι συνεπάγεται, αλλά σε σπίτια με πόρτες, παράθυρα και κλειστά πατζούρια.

«Τι κακό είναι αυτό;», θα σχολιάσει η Νάντια. «Ερωτας γίνεται παντού. Η αμοιβή είναι το πρόβλημα; Αν είναι αυτό να μην μας φορολογούσαν, να το ξέραμε. Δηλαδή τι προτιμάμε; Την παραπορνεία, τους κινδύνους για μετάδοση νοσημάτων και το μαύρο χρήμα;».

Ηταν μαζί με άλλες πέντε γυναίκες, εργαζόμενες στους νόμιμους οίκους ανοχής του Βόλου. Μας υποδέχθηκαν στην κατοικία της κ. Μπετίνας. Σε ένα διώροφο, ανακατασκευασμένο κτίσμα, στην οδό Σόλωνος. Η κ. Μπετίνα μας καλωσόρισε στην είσοδο της κατοικίας και μας οδήγησε να ανέβουμε την ξύλινη σκάλα με τη χοντρή κόκκινη μοκέτα, που μας έβγαλε σε ένα γουστόζικα διαμορφωμένο καθιστικό, με πίνακες και διακοσμητικά που είχαν επιλεγεί ένα προς ένα και με κυρίαρχα στοιχεία το σκούρο ξύλο και το γυαλί.

Οι συναδέλφισσες της, αναμένοντας την άφιξή μας, είχαν ήδη συγκεντρωθεί γύρω από το τραπεζάκι με καφέ, χυμούς και κουλουράκια και η κουβέντα είχε ανάψει ήδη γύρω από τις αιφνιδιαστικές ενέργειες που γίνονται να φύγουν από την περιοχή που λειτουργούν δεκαετίες τώρα, μέσα στους οκτώ επόμενους μήνες, σύμφωνα με όσα έχουν πληροφορηθεί.

Ηθελαν τόσα πολλά να πουν για ό,τι συνεπάγεται μια ενδεχόμενη απόφαση απομάκρυνσης τους από το κέντρο και διασκορπισμού τους σε διάφορα σημεία του δήμου Βόλου, λες και είναι φαρμακεία ή παντοπωλεία που κάθε συνοικία πρέπει να έχει, όπως έλεγαν.

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις διαπιστώνουν ότι όσα σχεδιάζονται για τον εξοστρακισμό τους, γίνονται χωρίς τεκμηρίωση, δίχως να έχουν ληφθεί υπόψη οι ιδιαιτερότητες του επαγγέλματός τους και τα σοβαρά προβλήματα που θα δημιουργήσει μια ενδεχόμενη διασπορά τους για τις ίδιες, τους πελάτες τους, αλλά και τις νέες περιοχές, όπου αναμένουν ότι θα ανοίξουν «μέτωπα» εναντίον τους.

Η Σοφία και η Ολγα ήταν οι πιο λιγομίλητες και καθισμένες στις άκρες των δύο αντικριστών καναπέδων, παρακολουθούσαν συμφωνώντας διαρκώς με τις πρωταγωνίστριες της κουβέντας, τη Νάντια και την κ. Μπετίνα, μαζί με την κ. Ειρήνη, η οποία βρίσκεται λίγο πριν τη συνταξιοδότησή της. Και ενώ χρωστά στο ΙΚΑ και καλείται να συγκεντρώσει με δυσκολία τα χρήματα για την αποπληρωμή ενσήμων της, βρίσκεται αντιμέτωπη με αποφάσεις που τη θέλουν να κλείνει άρον-άρον τον οίκο ανοχής σε μια περιοχή, όπου δραστηριοποιείται επαγγελματικά επί 30 χρόνια, και να φεύγει εκτός, αλλού, αλλά πού;

Πέντε άδειες οίκων ανοχής στο Βόλο, δύο στη Ν. Ιωνία και από μία σε Αισωνία, Αγχίαλο, Αγριά, Αρτέμιδα, είναι η «χωροθέτηση» που εισηγήθηκε υπάλληλος με ένα υπηρεσιακό έγγραφο προς την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής του δήμου Βόλου, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθυσμό και θέτοντας απαγορεύσεις, οι οποίες εάν μελετηθούν τότε οι μόνες περιοχές που απομένουν είναι ψηλά στους Αγίους Αναργύρους και στη Νεάπολη κάτω από τη Μπουρμπουλήθρα.

«Τι πρέπει να κάνουμε για να είναι νόμιμο ένα επάγγελμα. Δεν είναι επάγγελμα αυτό; Εχουμε άδειες, συμμορφωνόμαστε με τους νόμους, πληρώνουμε φόρους. Και από την άλλη πρέπει να μας στείλουν στα βουνά», λέει η έκτη γυναίκα της παρέας μας, η Κατερίνα.

«Θα μας σφάξουν στην ερημιά», συμπληρώνει η κ. Ειρήνη, με εμπειρία ετών για τους κινδύνους που κρύβει η λειτουργία ενός οίκου ανοχής, σε μια περιοχή έξω και μακριά από τον κεντρικό ιστό και χωρίς να βρίσκεται κοντά η αστυνομία.

«Μα συγνώμη αγάπη μου», παρεμβαίνει η Νάντια, «τι είμαστε λεπρές και πρέπει να μας διώχνουν. Και αν υποθετικά πάμε όλες μαζί σε μια άλλη περιοχή και έρθει ένα σχολείο, ένα φροντιστήριο, εμείς πρέπει να μετακομίζουμε, να πουλάμε και να αγοράζουμε και να φεύγουμε λες και είμαστε οι κυνηγημένες, ενώ ο πελάτης είναι μέσα στο σύνολο της κοινωνίας και μας έχει ανάγκη; Αν δεν είχαμε πελατολόγιο δεν θα λειτουργούσαμε για να κάνουμε τις ωραίες στο Βόλο. Αν θέλει ο κ. Μόσχος να «καθαρίσει» την πόλη –σκουπίδια πάντως δεν είμαστε- δεν ξεκινάει με τα εννιά μαγαζάκια. Ξεκινάει με τις μαύρες που κάνουν πιάτσα, έξω από σχολεία για 5 ευρώ. Ξεκινάει από τα στενά και στους δρόμους, που είναι μέσα στο σκουπίδι. Καθάρισε τα στενάκια να τα δει ο τουρίστας και άσε την παράδοση της Ελλάδας και την κόκκινη λάμπα.»

Εκτός από τους φόβους για κινδύνους, στην περίπτωση που οι οίκοι ανοχής λειτουργήσουν διάσπαρτοι, έχουν και την αγωνία δυσλειτουργίας των επιχειρήσεών τους. «Ποιος θα προσεγγίσει και θα σταθμεύσει το αυτοκίνητό του έξω από έναν οίκο ανοχής, σκεπτόμενος ότι θα τον δουν και την άλλη μέρα θα τον σχολιάζουν οι θαμώνες καφενείου, παίζοντας πρέφα, ρωτώντας τον πως πέρασε;», αναρωτιέται η κ. Μπετίνα.

Επιπρόσθετα, και ένα από τα κυριότερα, είναι πού θα βρουν οικονομικούς πόρους για νέα οικήματα, για να τα αναμορφώσουν ή για να χτίσουν από την αρχή, εφόσον τους βγάζουν εκτός οικισμών, «δηλαδή πάνω σε βουνά και σε στάνες. Εκτός αν πάρουμε καμιά στάνη και την αναμορφώσουμε», σχολιάζει η κ. Μπετίνα. Πρόσθετα δηλαδή οικονομικά βάρη, σε μια εποχή που και ο κλάδος τους έχει υποστεί τις σοβαρές συνέπειες της κρίσης.

«Τώρα που η Ελλάδα έχει γονατίσει, που έχουν κάνει τον Έλληνα να υποφέρει, βάζουν και εμάς και τον πελάτη σε μεγαλύτερα έξοδα. Εδώ μας ζητάνε –και το κάνουμε- έκπτωση, γιατί δεν έχουν να πληρώσουν», θα συμπληρώσει ηΝάντια, κάνοντας αέρα με ένα φυλλάδιο που κρατά στα χέρια της, δείχνοντας ότι ζεσταίνεται μόνο που σκέφτεται όσα θα ακολουθήσουν από μια απόφαση να φύγουν από το κέντρο της πόλης.

Είναι και κάτι ακόμη, λέει η κ. Μπετίνα, εξηγώντας για ποιους λόγους θεωρούν παράλογο και βεβιασμένο τον σχεδιασμό της δημοτικής αρχής, αλλά και με διαδικασίες που τις οδηγούν να σκέφτονται ότι κρύβονται συμφέροντα.«Ο στρατός, από το λιμάνι και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έχουν την ανάγκη να επισκεφθούν ένα τέτοιο χώρο, είναι πρακτικά και οικονομικά δύσκολο να το πράξουν, εάν βρίσκεται εκτός του κέντρου».

Οι προθέσεις περί εξοστρακισμού των οίκων ανοχής ήρθε σαν «κεραμίδα» στο κεφάλι των γυναικών. Και αυτό διότι, όταν πριν λήξει η τελευταία άδεια, τον περασμένο Μάιο, ακολουθώντας τις διαδικασίες του νόμου, κατέθεσαν τις αιτήσεις και τους φακέλους τους στην αρμόδια υπηρεσία για τη διετή ανανέωση, κανείς δεν τους ενημέρωσε για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Και δεν είναι μόνο αυτό. Υποχρεώθηκαν να συμμορφωθούν στις υποδείξεις του Υγειονομικού για παρεμβάσεις μέσα στους οίκους ανοχής, που μεταφράζονται σε χιλιάδες ευρώ για την κάθε μία. Όπως για την κ. Ειρήνη, που πλήρωσε 4.800 ευρώ, όπως μας εξήγησε, πριν από λίγους μήνες για να αλλάξει μπάνιο και να προχωρήσει σε άλλες παρεμβάσεις, που της ζήτησε η επιτροπή του Υγειονομικού.

«Ηρθε μετά τις εργασίες το Υγειονομικό και μου λέει συγχαρητήρια, φαρμακείο είναι, ό,τι σου είπα το έχεις φτιάξει. Αδεια δεν πήρα όμως. Και έρχεται ο κ. Μόσχος και μου λέει έξω. Τα λεφτά αυτά ποιος θα μου τα δώσει εμένα», ρωτά η κ. Ειρήνη. «Σε παρακαλώ να τα γράψετε αυτά», μας επισημαίνει, για να βεβαιωθεί ότι η αγανάκτησή της θα βγει προς τα έξω.

Μαζί με την κατάθεση του φακέλου, πλήρωσαν και το παράβολο. «Ο δήμος δέχθηκε τον περασμένο Μάιο τις αιτήσεις μας. Η καθυστέρηση για την έκδοσή τους δεν μας κίνησε την περιέργεια, αφού και την προηγούμενη φορά βρίσκονταν ένα χρόνο σε εκκρεμότητα πριν την έγκριση», λέει η κ. Μπετίνα. «Οπου ξαφνικά τον Σεπτέμβριο, μας κάλεσε ο αντιδήμαρχος για να μας πει ότι πρέπει να φύγουμε...».

«Εδώ ποτέ δεν ενοχλήσαμε», προσθέτει. «Δεν θα πω δύο, ούτε ένα πρόβλημα δεν δημιουργήσαμε, ούτε με φασαρίες, ούτε με ναρκωτικά, με τίποτα. Μάρτυρας μας το βιβλίο συμβάντων της Αστυνομίας. Άλλωστε έχουμε ωράριο, κλείνουμε στις 12 το βράδυ, δεν ενοχλούμε πουθενά. Ελάτε μια βόλτα μαζί μας, να δείτε πώς μας αντιμετωπίζει ο κόσμος της περιοχής και τι φιλικές σχέσεις έχουμε αναπτύξει με όλους. Ε, και δεν νομίζω πια ότι είναι τόσο σοκαριστικό, το 2013 που γίνεται το πείραμα του CERN, ένα φως έξω από μία πόρτα. Ούτε ταμπέλες έχουμε, ούτε τίποτα που να σοκάρει. Δεν μας δέχονται ως επάγγελμα, ενώ είναι το αρχαιότερο. Κάποια στιγμή πρέπει να ξεκαθαρίσει αυτό. Ναι, έχει επηρεάσει ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος με την Τρούμπα, αλλά εδώ κοντεύουμε να μάθουμε πώς δημιουργηθήκαμε και αυτοί έχουν μείνει ακόμη ότι όταν θέλει κάποιος να ηθικολογήσει αρχίζει πρώτα από τους οίκους ανοχής.»

Εκείνο δε που τους προκαλεί ερωτηματικά, είναι για ποιο λόγο επιχειρείται τώρα να αλλάξει κανονιστική διάταξη του 1999, που χωροθετεί τους οίκους ανοχής στην περιοχή που λειτουργούν σήμερα, ενώ είναι σε εξέλιξη το θέμα εισαγωγής πρότασης στη Βουλή για την τροποποίησης του νόμου 2734/99 όσον αφορά τις αποστάσεις των «σπιτιών» από εκκλησίες, από ευαγή ιδρύματα, βιβλιοθήκες και άλλα, μειώνοντας τα 200 μέτρα που είναι σήμερα σε 100 μέτρα και μόνο για την ακτίνα γύρω από νόμιμα υφισταμένους ναούς.

Η χρονική στιγμή που ανακινείται θέμα για τον χώρο λειτουργίας των οίκων ανοχής τους φαίνεται περίεργη, οι δε διαδικασίες που ακολουθούνται ακατανόητες. Γι' αυτό και έχουν αποφασίσει να κινηθούν με κάθε νόμιμο μέσο.

Και για να κάνουμε λίγο χιούμορ, είπε προς το τέλος της μακράς κουβέντας μας η κ. Μπετίνα. «Οσα χρόνια και σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας δημιουργήθηκε πρόβλημα με τους οίκους ανοχής, το περίεργο ξέρετε ποιο είναι; Ότι δεν δημιουργήθηκε ποτέ από αυτούς που δεν το χρησιμοποιούν, δηλαδή από τις γυναίκες. Πάντοτε το πολεμούν εκείνοι που χρησιμοποιούν το επάγγελμα»...

Eφ. Ταχυδρόμος ( Βάσω Σαμακοβλή)

ΦΩΤΟ: Ηλίας Καράτσαλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: